ξεσπόριασμα

ξεσπόριασμα
τό
1) вынимание, извлечение семян, косточек; 2) семенение (растений)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεσπόριασμα" в других словарях:

  • ξεσπόριασμα — το [ξεσποριάζω] 1. η αφαίρεση τών σπόρων από τον καρπό 2. το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης τού καρπού, ο σχηματισμός σπόρων, το σπόριασμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσπόριασμα — το, ατος το βγάλσιμο, η αφαίρεση σπόρων ή η παραγωγή σπόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»